Περιμένουν κάμποσες ώρες. Ο καθένας κρατάει και μια πέτρα. Ακονισμένη ή μυτερή και κοφτερή ή ογκώδης, ανάλογα. Μερικοί κρατάνε χοντρά ραβδιά ή κομμάτια από παλιά μπρούντζινα κοντάρια. Με την τελευταία ομάδα που ενώθηκε μαζί τους, είναι τουλάχιστον διακόσια άτομα. Στριμωγμένοι στη γωνία της εκκλησίας, χωρίς να φαίνονται από το δρόμο, στέκονται ακίνητοι, αμίλητοι, με το κεφάλι κατεβασμένο και τις γροθιές σφιγμένες. Ξέρουν ότι πρόκειται να έρθει εκείνη. Περνάει καθημερινά από αυτό το σταυροδρόμι. Το σπίτι της είναι εδώ κοντά.
Η Υπατία, η πιο ξακουστή φιλόσοφος της εποχής δεν είναι πια κοπελίτσα. Είναι πολύ μακριά πια ο καιρός που εξέδιδε τα έργα του πατέρα της, του μαθηματικού Θέωνα. Τώρα, έχει περάσει τα σαράντα. Ωστόσο, δύσκολα το μαντεύει κανείς από τη λεπτή και ευθυτενή σιλουέτα της και από το ζωηρό και ελαφρύ βήμα της. Πράγματι, το βάδισμα της Υπατίας δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Όταν μετακινείται, σχεδόν θα νόμιζε κανείς ότι χορεύει, ευλύγιστα και ρυθμικά, χωρίς να πατάει στο έδαφος. Υπάρχει κάτι το αέρινο πάνω της. Ίσως αυτή η εντύπωση να ενισχύεται ακόμα από τα χρυσαφένια της μαλλιά, ελάχιστα ξεθωριασμένα από τα χρόνια, καθώς και από τα πράσινα, πολύ φωτεινά, μάτια της.
Οι μοναχοί είναι μελαμψοί και γεροδεμένοι. Ξέρουν ότι αυτή η ακόλαστη σκύλα επιδίδεται σε όργια μαγισσών. Εδώ και πολύ καιρό μιλάνε για αυτά στα χωριά τους. Ξέρουν ότι αυτή η διαβόλισσα περιφρονεί τον Χριστό. Ο επίσκοπός τους το επανέλαβε χθες κιόλας. Εξάλλου, συχνάζει στο σπίτι του Ορέστη, του έπαρχου της Ρώμης. Εκείνου που μόλις βασάνισε μέχρι θανάτου έναν δικό τους. Ίσως αυτή να του το ζήτησε, ποιος ξέρει; Ο επίσκοπος πιστεύει ότι αυτό είναι πολύ πιθανό. Περιμένουν και όσο περιμένουν η καρδιά τους φλέγεται.
Η Υπατία δεν είναι πια πολύ μακριά. Στέκεται στο σταυροδρόμι, μερικές δεκάδες μέτρα από την παγίδα. Διότι μόλις συνάντησε έναν από τους παλιούς της σπουδαστές. Έχουν να ιδωθούν σχεδόν είκοσι χρόνια. Τον καιρό που εκείνη έκανε το σχολιασμό του Διόφαντου και του Απολλώνιου του Περγαίου, ο Ιερώνυμος δούλευε μαζί της πάνω σε θέματα αστρονομίας. Είχε κυρίως διασαφηνίσει ένα σκοτεινό χωρίο του Πτολεμαίου.
Κάθισαν, λοιπόν, όπως παλιά, σ’ ένα σημείο όπου το έδαφος ήταν δροσερό, σε κάποια απόσταση από το δρόμο. Αυτό είναι κάτι που συνηθίζει η Υπατία: πάντα να απαντάει όταν κάποιος της κάνει ερωτήσεις. Όπου κι αν βρίσκεται και όσο χρόνο κι αν χρειάζεται. Δεν έχει σημασία ποιος τη ρωτάει. Μπορεί να είναι ένας περαστικός, ένας επιστήμονας, μία αγρότισσα. Πάντοτε βρίσκει το χρόνο να απαντήσει, προσαρμόζοντας τα λόγια της στη σκέψη και στις γνώσεις του άλλου. Εάν πρέπει να εξηγήσει τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη ή τον Πλωτίνο, θα το κάνει, χωρίς να το αναβάλει για αργότερα. Χωρίς να ρωτήσει με ποιο δικαίωμα ο άλλος θέλει να μάθει.
Με τον Ιερώνυμο, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ενώ με επιμονή υπολόγιζε την τροχιά των άστρων μαζί με την όμορφη Υπατία, ο νεαρός άνδρας είχε νιώσει την καρδιά του να φλέγεται. Ένα βράδυ —ήταν καλοκαίρι και, όπως απόψε, φυσούσε ένας καυτός, πύρινος σχεδόν, αέρας — είχε πάρει την απόφαση να την ακολουθήσει, λαχταρώντας να τη σφιχταγκαλιάσει. Αυτό άλλαξε τη ζωή του. Ενώ πλησίαζε στην είσοδο του σπιτιού της, εκείνη γύρισε προς το μέρος του, έξω φρενών. Και προτού αυτός συνειδητοποιήσει καλά καλά τι γίνεται, είδε την Υπατία να σηκώνει το χιτώνα της, να τραβάει το ματωμένο πανί που είχε ανάμεσα στα πόδια και να του το βάζει κάτω από τη μύτη. «Αυτό σ’ ενδιαφέρει;»
Φυσικά, δεν μιλάνε για αυτή την παλιά ιστορία, αλλά για φιλοσοφία. Και για τις συγκρούσεις που σήμερα αναταράσσουν ολόκληρη την πόλη. Είναι κάποιοι μήνες που διαρκεί αυτή η άσχημη καταιγίδα. Από την ημέρα που οι Χριστιανοί συγκρούστηκαν στο θέατρο με τους Ιουδαίους, αυτό δεν έχει σταματήσει. Οι παρατημένοι στις κερκίδες νεκροί προξένησαν και άλλους φόνους. Ο επίσκοπος Κύριλλος κυνήγησε τους Ιουδαίους, έκλεισε τις συναγωγές. Έφερε στην πόλη εκατοντάδες μοναχούς από την ύπαιθρο, φανατικούς και βίαιους, οι οποίοι συντηρούν ένα κλίμα εξέγερσης. Ο έπαρχος Ορέστης δέχτηκε μάλιστα μία πέτρα καταπρόσωπο. Ένας μοναχός συνελήφθη και βασανίστηκε μέχρι θανάτου. Από τότε, οι σύντροφοί του ζητούν να πάρουν εκδίκηση.
Η Υπατία δεν είδε το ανήσυχο βλέμμα του Ιερώνυμου, όταν αποχαιρετήθηκαν. Ή δεν θέλησε να το δει. Ή ίσως και να του προσέδωσε μια άλλη σημασία. Συνεχίζει το δρόμο της, με το ανάλαφρο περπάτημά της. Ο καυτός αέρας ανεμίζει το φόρεμά της και τα χρυσαφένια της μαλλιά, πάντοτε ελάχιστα ξεθωριασμένα από τα χρόνια. Είναι ώρα να γυρίσει. Έχει δουλειά να τελειώσει.
Η πρώτη πέτρα τη χτυπάει στο μέτωπο, ακριβώς στη ρίζα των μαλλιών. Η Υπατία πέφτει με το πρόσωπο στη γη. Σηκώνεται σχεδόν αμέσως, το πρόσωπό της είναι μέσα στα αίματα. Αρχίζει να τρέχει. Οι πέτρες πέφτουν βροχή. Στην πλάτη της, στο σβέρκο της, βρίσκουν το στόχο τους, συρίζουν πέφτοντας. Τυφλά χτυπήματα. Λαχανιασμένη βρίσκει καταφύγιο στην εκκλησία, στη γωνία των δύο δρόμων. Εκεί, οι μοναχοί την αποτελειώνουν, αργά αργά, χτυπώντας την με πέτρες και ραβδιά. Όταν εκείνη δεν σαλεύει πια, αρχίζουν να την γδύνουν, ύστερα να την τεμαχίζουν. Και σκορπίζουν τα κομμάτια στους δρόμους ουρλιάζοντας.
Απόσπασμα από το βιβλίο Είναι τρελοί αυτοί οι σοφοί! Συγγραφείς: Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ
Γιώργος Γ.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου