Καλώς Ήλθατε!

Η ελευθερία του ατόμου εκφράζεται μέσα από τον γραπτό λόγο. Αυτό είναι ένα ιστολόγιο που δημιουργήθηκε με την ελπίδα να μπορεί να γράψει ο καθένας ένα δικό του κείμενο, και να φιλοξενηθεί για να επιβεβαιώσει την ελευθερία του!

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Ε.Ρ.Τ. Είδηση θανάτου Κρισναμούρτι

Η είδηση για το θάνατο του Κρισναμούρτι από την ΕΡΤ. Με τον Σεϊζάν και την Γκουντούνα που παίρνει συνέντευξη του Γιώργου Μαυρογιάννη.




Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Σοπενχάουερ, «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση» (απόσπασμα)

Κάθε βουλητικό ενέργημα πηγάζει από την ανάγκη, επομένως από στέρηση, επομένως από πόνο. Με την πλήρωση της ανάγκης ο πόνος σταματά, ωστόσο σε κάθε επιθυμία που έχει εκπληρωθεί αντιστοιχούν τουλάχιστον δέκα ανεκπλήρωτες· κι ακόμα, η επιθυμία διαρκεί πολύ, οι απαιτήσεις τείνουν στο άπειρο, ενώ η πλήρωση είναι σύντομη και λειψή. Αλλά κι αυτή ακόμα η τελική ικανοποίηση είναι μόνο φαινομενική, η επιθυμία που εκπληρώθηκε δίνει αμέσως τη θέση της σε άλλη επιθυμία: η προηγούμενη ήταν πλάνη που την έχουμε πια καταλάβει, η νέα επιθυμία είναι πλάνη που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή. Δεν υπάρχει αντικείμενο της βούλησης που η απόκτησή του να μπορεί να μας δώσει σταθερή, αμετακίνητη πια ικανοποίηση: Το πράγμα μοιάζει με την ελεημοσύνη που πετάει κανείς στον ζητιάνο και που τον βοηθάει να τα βγάλει πέρα σήμερα παρατείνοντας έτσι το μαρτύριό του ως αύριο. Για τούτο λοιπόν, όσο η συνείδησή μας εξακολουθεί να διακατέχεται από τη βούλησή μας, όσο είμαστε έρμαιο των επιθυμιών, με τις ελπίδες και τους φόβους που διαρκώς τις συνοδεύουν, όσο είμαστε υποκείμενα του βούλεσθαι, δεν θα έχουμε ποτέ σταθερή ευτυχία και γαλήνη. Αδιάφορο αν επιδιώκουμε κάτι ή αν προσπαθούμε να γλιτώσουμε από κάτι, αν φοβόμαστε κάτι κακό ή αν επιδιώκουμε μιαν απόλαυση, ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα: Η φροντίδα να ικανοποιήσουμε τη βούληση, η οποία διαρκώς απαιτεί κάτι, όποιας μορφής κι αν είναι αυτό, διακατέχει και κινεί διαρκώς τη συνείδηση.

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1916,6370/extras/texts/IndexD6_1_parallilokeimeno2.html

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Όταν Έρθει ο Καιρός (Διογέννης ο Κυνικός)

Επιμέλεια: Σέβη Μουκριώτη

Όταν έρθει ο καιρός που θα νιώσεις ΜΟΝΟΣ ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων και ο κύκλος των φίλων και συγγενών δεν θα σε αγγίζει εσώψυχα…
Όταν έρθει η μέρα που θα νιώσεις ότι ¨πνίγεσαι¨ σε μια θάλασσα ¨άψυχων ανθρώπων¨ και θες να φύγεις ¨μακριά¨…
Όταν έρθει η στιγμή που όλα θα σου φαίνονται ¨άδεια¨ και ανούσια σε ένα κόσμο ψεύτικο και ξένο για σένα…
τότε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μείνεις μόνος με τον Εαυτό σου και να κάνεις ίσως τον πιο καθοριστικό διάλογο της ζωή σου μαζί Του. Εσύ και Αυτός, σαν να μιλάς στο είδωλο σου όταν αντικατοπτρίζεται σε έναν καθρέπτη, μόνο που Αυτός είναι ¨πιο αληθινός¨ από εσένα διότι ΕΣΥ είσαι εγκλωβισμένος σε ένα κόσμο σαθρό και εικονικό, ενώ Αυτός ¨δονείται¨σε ανώτερες συχνότητες και γνωρίζει ¨περισσότερη αλήθεια¨. Γι΄αυτό να Τον ακούσεις προσεκτικά, ¨ίσως¨ προσπαθεί καιρό να σε απομονώσει από το ¨σύστημα¨ για να σου πει ¨λόγια καθοδήγησης¨. Μην περιμένεις να ακούσεις ήχους στα αυτιά σου, ούτε φωνές να κατακλύσουν το Νου σου, περίμενε απλά να ¨πλημμυρίσει¨ η καρδία σου από συναισθήματα, εικόνες, μελωδίες και μυρωδιές!
Ό,τι πληροφορία φιλτράρεται από την καρδιά σου, αποδέξου την! Ενώ ό,τι πληροφορία έρχεται από τον Νου ¨φορτωμένη¨ μόνο με ¨απλή λογική¨, τότε δεν ανήκει σε εσένα γι΄αυτό αποδέσμευσέ την! Η λογική είναι το βασικό ένστικτο επιβίωσης στο γήινο επίπεδο, όμως έξω από αυτό και σε άλλα ενεργειακά επίπεδα η έννοια της λέξης ¨λογική¨ δεν υφίσταται. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που δεν γίνονται αποδεκτές από το ευρύτερο κοινό οι αλλαγές που πλησιάζουν σαν καταιγίδα ολόκληρο τον πλανήτη, αφού τα γεγονότα που έρχονται, ¨μπλοκάρονται¨ από την ¨λογική¨ και δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά και αφομοιώσιμα από τον προγραμματισμένο εγκέφαλο.
Ο εγκέφαλος είναι το όργανο που θα δεχθεί τις περισσότερες ενεργειακές επιθέσεις από τον ¨αόρατο κόσμο¨. Όταν σχεδόν παντού γύρω σου συναντάς τις ενέργειες του θυμού του μίσους, του φόβου, της κακίας, κτλ πρέπει να καταλάβεις ότι όλα αυτά είναι απλά το ορατό αποτέλεσμα κάποιων άλλων αοράτων ενεργειακών συγκρούσεων που βαρβαρίζουν την ψυχική μας ηρεμία! Είναι αρνητικές σκεπτομορφές που επιβιώνουν από τις εκλυόμενες ενέργειες όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων. Όποτε παρατηρείς ακραίες αντιδράσεις ανθρώπων που η αφορμή της αντίδρασης δεν δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά, τότε μαθέ ότι κάποια σκεπτομορφή βρίσκεται σε ¨μια γωνία¨ και έκανε πολύ καλά την δουλεία της! Εσύ που γνωρίζεις τι συμβαίνει πίσω από το ορατό, οφείλεις να ¨αντιλαμβάνεσαι¨ εκ των προτέρων πότε συντελούνται οι προϋποθέσεις αυτής της ενεργειακής παγίδας και να μεριμνείς προς την αποφυγή της.
Μην περιμένεις οι ¨πολλοί¨ να αποδεχτούν τις απόψεις σου, μάλιστα να αρχίσεις ανησυχείς όταν οι περισσότεροι συμφωνούν μαζί σου. Οι πολλοί ποτέ δεν είχαν δίκιο, ποτέ δεν ακολούθησαν το σωστό μονοπάτι, ήταν και είναι πρόβατα κλεισμένα σε μεγάλα μαντριά. Αντίθετα να χαίρεσαι όταν βαδίζεις σε δύσκολα μονοπάτια, γιατί εκεί θα συναντήσεις λίγους ανθρώπους αλλά θα είναι αληθινοί ¨εργάτες¨ που έχουν την γνώση και την δύναμη να σε καθοδηγήσουν σε νέες ατραπούς.
Όσο μόνος και να νιώσεις, όσο αδικημένος και να αισθανθείς, ένα πράγμα να γνωρίζεις:
¨Είσαι τυχερός που συμβαίνει αυτό σε εσένα γιατί όλα ¨δείχνουν¨ ότι το ίδιο το σύστημα σε έχει καταδικάσει σε εξορία επειδή διαφέρεις και δεν μπορεί να σε ελέγχει¨.
« …ΕΣΥ Συνέχιζε να πηγαίνεις κόντρα στην ¨ροή του κοπαδιού¨ και η δικαίωση ΣΟΥ είναι θέμα ελάχιστου χρόνου!».
«Όταν οι Αθηναίοι κορόιδευαν τον Διογένη πως οι Σινωπείς τον είχανε καταδικάσει σε εξορία, αυτός απαντούσε:

«Και εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί»».

ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ  – ΑΝΑΞ ΑΥΤΟΝ

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Η δημοκρατία των Μεγαλοφυών

nietzsche360
Του Γιώργου Λαμπράκου
«Στα σαράντα χρόνια που διδάσκω κλασική φιλολογία, δεν έχω συναντήσει καλύτερο φοιτητή». Κάπως έτσι περιέγραφε ο Φρίντριχ Ριτσλ, καθηγητής του Φρίντριχ Νίτσε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, τη νεαρή διάνοια που του έλαχε να διδάξει. Κατόπιν πρότασης του Ριτσλ, ο Νίτσε διορίζεται καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας προτού κλείσει τα 25 του χρόνια και προτού καν ολοκληρώσει το διδακτορικό του. Από εκείνη περίπου την εποχή και μέχρι λίγο μετά την έκδοση της Γέννησης της τραγωδίας (1872) χρονολογούνται οι εκτενείς και βαθυστόχαστες σημειώσεις του υπό τον τίτλο Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Σε αυτές ο νεαρός φιλόσοφος πασχίζει και κατορθώνει να εισχωρήσει σε μια από τις πλέον δύσβατες περιοχές της παγκόσμιας σκέψης, στη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων, ή, όπως ο ίδιος προτιμά, των «Προπλατωνικών», μιας και σε κατάλοιπα της ίδιας εποχής, που εμφανίζονται σε τούτο τον τόμο ως «Παράρτημα», συμπεριλαμβάνει μερικές σημειώσεις και για τον Σωκράτη.
Αυτό που εξαρχής αναζητά ο Νίτσε στον αρχαιοελληνικό κόσμο του στοχασμού και της πρώιμης επιστήμης είναι το μεγαλείο, η μεγαλοφυΐα, ο «Μεγάλος Άνθρωπος», όπως γράφει, «αυτό που πρέπει πάντα να κερδίζει την αγάπη και τον σεβασμό μας, και που καμιά μεταγενέστερη γνώση δεν μπορεί να μας αφαιρέσει». Έχει ιδιαίτερη σημασία η αναφορά στη «μεταγενέστερη γνώση», αφού ο Νίτσε δεν αποβλέπει τόσο σε μια ανάλυση των αρχαίων Ελλήνων στοχαστών και πρώτων επιστημόνων από την άποψη της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης (δηλαδή να εντοπίσει πού έχουν δίκιο και πού σφάλλουν), όσο από την άποψη της προέλευσης και κυρίως της κορύφωσης ορισμένων θεμελιωδών ιδεών και ενοράσεών τους. Διότι η «αρχή» έχει ασφαλώς σημασία, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει η «κορυφή». 
Τι εστί μεγάλο;
«Άλλοι λαοί έχουν αγίους˙ οι Έλληνες: Σοφούς». Η ανακήρυξη των Επτά Σοφών αναδεικνύεται κατά τον Νίτσε στο «πρώτο φιλοσοφικό γεγονός», η δε διερεύνηση της «δημοκρατίας των Μεγαλοφυών» (φράση του Σοπενχάουερ) ξεκινά με μια εμβληματική φυσιογνωμία, τον πρώτο των Σοφών, τον Θαλή. Με μια «ιδέα που έπεσε σαν μετεωρίτης» (ύδωρ η αρχή του παντός), αυτός ο μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος καθίσταται όχι απλώς ο «πρώτος Έλλην φιλόσοφος», αλλά και ο πρώτος «φυσιολόγος», ένας επιστήμων που αναζητά μια υλιστική, φυσιοκρατική ερμηνεία της προέλευσης του κόσμου και του ανθρώπου, μακριά από μύθους, θεούς και αλληγορίες. Αυτή η κολοσσιαία επανάσταση ενός πνεύματος που προτείνει την ύλη (ένα υλικό στοιχείο) όχι μόνο ως πρωταρχή, ως «πρωθύλη», αλλά και ως ενιαία ερμηνεία του παντός (το δόγμα «εν το παν»), αποτελεί κομβικό σημείο της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός πως ο Νίτσε ενδιαφέρεται τόσο πολύ γι’ αυτή την πρώτη περίοδο της φιλοσοφίας: όπως τονίζει και ο μεταφραστής στον πρόλογό του, τον Νίτσε τον κεντρίζουν ήδη από τα πρώτα χρόνια των σπουδών του οι φυσικές επιστήμες και ο υλισμός, εξού και μελετά έργα διαφόρων επιστημόνων του 19ου αιώνα. 
«Άλλοι λαοί έχουν αγίους˙ οι Έλληνες: Σοφούς». 
Τι είναι όμως για τον Νίτσε αυτή η ιδέα του Θαλή; Είναι φιλοσοφική ή επιστημονική; Τα όρια δεν είναι σαφή, ωστόσο ο Νίτσε σπεύδει να προσδώσει ένα ιδιάζον, αριστοκρατικό χαρακτηριστικό στη φιλοσοφία, που μάλλον λείπει (ή, εν πάση περιπτώσει, το αφαιρεί) από την επιστήμη: η φιλοσοφία δεν αναζητά μόνο το «σπάνιο», το «θαυμάσιο» κ.λπ., αλλά και το «ανωφελές», μας λέει ο Γερμανός. Η φιλοσοφία αναρωτιέται «τι εστί μεγάλο;» και πασχίζει να το στοχαστεί χωρίς να περιορίζεται στις «γνώσεις» των επιστημών, τις οποίες ο επιστήμων «σαν λαγωνικό ιχνηλατεί». Εδώ ο Νίτσε κάνει ό,τι μπορεί για να προσδώσει στη φιλοσοφία έναν ρόλο που, μετά την τεράστια πρόοδο που γνωρίζουν οι φυσικές και οι κοινωνικές επιστήμες από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και εξής, άρχισε να μοιάζει πλέον τριταγωνιστικός. Χωρίς ίχνος υπερβολής, πάντως, ο Νίτσε θεωρεί το επίτευγμα του Θαλή «κορυφαίο, ανεπανάληπτο»: «Θέλει τρομερή ελευθερία και τόλμη να συλλάβεις για πρώτη φορά όλο το πολύχρωμο Σύμπαν ως απλή τροποποίηση ενός βασικού στοιχείου».
Ηράκλειτος, ο Σκοτεινός
Ένας άλλος Μιλήσιος, ο Αναξίμανδρος, θα κάνει σύμφωνα με τον Νίτσε το επόμενο σημαντικό βήμα στον στοχασμό των Προπλατωνικών, εισάγοντας μεταξύ άλλων την ιδέα του απείρου και χωρίζοντας τον κόσμο σε πεπερασμένο και άπειρο. Αυτό τον δυισμό θα έρθει να καταρρίψει ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, ένα προσωνύμιο που ο Νίτσε σπεύδει να σχολιάσει εύστοχα και ενάντια στους επικριτές του Ηράκλειτου, θυμίζοντάς μας κάποιους σύγχρονους «διανοούμενους»: «Για ποιο λόγο, τάχα, ένας φιλόσοφος, νάναι από σκοπού ασαφής; Εκτός κι αν έχει λόγους να κρύψει τις σκέψεις του – να κρύψει πίσω από λέξεις την έλλειψη σκέψης, ο πανούργος!» Ο Ηράκλειτος, λοιπόν, με τις ιδέες του για την αιώνια πάλη των αντιθέτων η οποία συγκροτεί το γίγνεσθαι, καταρρίπτει την πιθανότητα ύπαρξης ενός αιώνιου και απαράλλακτου Είναι, καθώς και κάθε ιδέα παντοτινής συμφιλίωσης. Και παρότι ο Νίτσε θαυμάζει όλους τους Προπλατωνικούς, ακόμα κι όταν διαφωνεί μαζί τους, δεν κρύβει την ιδιαίτερη αδυναμία που τρέφει για τον Ηράκλειτο, στον οποίον αφιερώνει τις περισσότερες και πιο εγκωμιαστικές σελίδες.
Ο θαυμασμός του Νίτσε για την εποχή των Προπλατωνικών δεν έχει όρια.
«Αλλά όπως παίζει το παιδί ή ο καλλιτέχνης, έτσι και το πυρ το αείζωον,χτίζει και καταστρέφει ανένοχα – ιδού ο παίζων Παις Αιών». Σε τούτη τη νιτσεϊκή ερμηνεία της ηρακλείτειας φιλοσοφίας (της «ηρακλείτειας φυσιολογίας», όπως σημειώνει) αξίζει να προσέξουμε την αισθητική θεώρηση του κόσμου, την οποία ο Γερμανός φιλόσοφος θα αναπτύξει σε μεταγενέστερα έργα του, μια θεώρηση που παραμερίζει την ηθική («ανένοχα») και επικεντρώνεται στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Παρμενίδης και ο διαχωρισμός πνεύματος-σώματος
Στον αντίποδα του Ηράκλειτου βρίσκεται ο Παρμενίδης. Σύμφωνα με τον Νίτσε, ο στοχασμός του «όντος» και του «μη όντος» οδήγησε τον Παρμενίδη στον «οντολογικό ενισμό» και στην απόλυτη επικράτηση της ιδέας του Είναι, η δε βασική συνέπεια της παρμενίδειας σκέψης είναι ο βίαιος χωρισμός των αισθήσεων από τη νόηση και η ριζική ανατίμηση της νόησης. Κατά τον Νίτσε, αυτή ήταν «η πρώτη κριτική του γνωστικού οργάνου», η οποία προετοίμασε το έδαφος για τον διαχωρισμό πνεύμα-σώμα, που «απ’ τον Πλάτωνα και μετά, βαραίνει τη φιλοσοφία σαν κατάρα…» Και όχι μόνο τη φιλοσοφία, αφού αυτός είναι ένας διαχωρισμός διάχυτος σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις των τεχνών και των επιστημών μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια των σημειώσεων ο Νίτσε επεκτείνεται στον στοχασμό των άλλων Προσωκρατικών, όπως ο Αναξαγόρας με το «καθαρά επιστημονικό πνεύμα του», σύμφωνα με τον οποίον «η τάξη και η σκοπιμότητα των όντων δεν είναι παρά το άμεσο αποτέλεσμα μιας τυφλής μηχανικής κίνησης» και «ο νους είν’ ένας από μηχανής άθεος», ο «σπουδαίος φυσιοδίφης» Αναξιμένης, ο «πατέρας του ορθολογισμού» Δημόκριτος, ο Εμπεδοκλής, ο Ξενοφάνης και ο Πυθαγόρας. Στο τέλος εμφανίζεται η θρυλική, η οριακή μορφή του Σωκράτη, αυτού του «αμόρφωτου πληβείου», του «υπερβολικά άσχημου» και «προικισμένου απ’ τη Φύση με τα πιο βίαια πάθη», για τον οποίον ο Νίτσε δεν θα πάψει ποτέ να έχει έντονα και αμφιθυμικά συναισθήματα, αφού τον θεωρεί κύριο υπαίτιο για την εισαγωγή και κυριάρχηση της ηθικήςαντίληψης.
nietzsche1861
Ο θαυμασμός (και ασφαλώς ρομαντισμός) του Νίτσε για την εποχή των Προπλατωνικών δεν έχει όρια. Με το χαρακτηριστικό πολεμικό και ειρωνικό του ύφος γράφει πως σε εκείνη την εποχή «δεν βλέπω παπαδίστικα πρόσωπα, ούτε αποστεωμένους κι ακόλαστους ερημίτες, ή φανατικούς καλλωπιστές του παρόντος, παραχαράκτες θεολόγους ή καταθλιπτικούς και χλωμούς λόγιους». Δεν βλέπει τον φθόνο και τη μνησικακία των μεταγενέστερων εποχών, αλλά στοχάζεται (και ασφαλώς φαντασιώνεται) τους πρώτους Έλληνες στοχαστές να βαθαίνουν τη σκέψη τους «μες στη χαρά, την πλήρη ακμή, κάτω από τον ζέοντα ήλιο της πιο γενναίας και νικηφόρας ηλικίας». Χαρακτηριστικά λόγια ενός στοχαστή της παρακμής της νεωτερικότητας, για τον οποίον, ακόμα και ο Χέγκελ ανήκει στους «ημιμαθείς θεολόγους που θέλουν να παριστάνουν τους φιλόσοφους». Ευτυχώς ο Νίτσε δεν θα εγκλωβιστεί σε τούτη την παρακμή, αλλά θα της αντιτάξει την επαναξιολόγηση των αξιών, τον προοπτικισμό, τον αισθητισμό, το amor fati, και άλλες θεωρίες που θα αναπτύξει αργότερα.
Στις εν λόγω σημειώσεις ο Νίτσε, με εφαλτήριο το καθαυτό ζήτημα της προπλατωνικής φιλοσοφίας, δράττεται συχνά της ευκαιρίας να εξακτινώσει τη σκέψη του σε διάφορα θέματα που τον απασχολούν ήδη από εκείνη την εποχή και με τα οποία καταγίνεται σε μεταγενέστερα έργα του: τη σημασία της Γνώσης για τη διάλυση της χριστιανικής αυταπάτης και τη συνακόλουθη σημασία της Τέχνης ώστε η ζωή μας να μην παγώσει από τον υπερβολικό ορθολογισμό που συμβαδίζει με τη Γνώση, τον ανθρωπομορφισμό της γλώσσας και των εννοιών μας με τις οποίες προβάλλουμε την ανθρώπινη, πάρα πολύ ανθρώπινη αντίληψή μας σε όλο το σύμπαν, την αντιπαράθεση πνευματικής υγείας και αρρώστιας, τον πόλεμος των αξιών, τους διάφορους τύπους ανθρώπων όπως ο «επιστημονικός», ο «φιλοσοφικός», ο «καλλιτεχνικός», ο «θρησκευτικός», κ.α. 
Τι θαύμαζε ο Νίτσε
Ο Νίτσε ενδιαφέρεται κυρίως για τις μεγαλειώδεις εκείνες στιγμές της πρώιμης αρχαιοελληνικής σκέψης κατά τις οποίες δόθηκε μια απροσδόκητη και καινοτόμος απάντηση σε ένα παλαιότατο ερώτημα.
Συνοψίζοντας: τον Νίτσε δεν τον ενδιαφέρει τόσο η τρέχουσα επιστημονική αλήθεια των προπλατωνικών κοσμοθεωρήσεων, παρότι γράφει χαρακτηριστικά ότι η «βασική αρχή» της «σύγχρονης Επιστήμης» είναι τοπάντα ρει (κάτι ορθό, αρκεί να σκεφτούμε μόνο τη δαρβίνεια θεωρία), ενώ και σε άλλο σημείο τονίζει, ακολουθώντας τον εντεινόμενο υλισμό της εποχής του (και της δικής μας), πως ο νους είναι «προϊόν του εγκεφάλου». Ο Νίτσε ενδιαφέρεται κυρίως για τις μεγαλειώδεις εκείνες στιγμές της πρώιμης αρχαιοελληνικής σκέψης κατά τις οποίες δόθηκε μια απροσδόκητη και καινοτόμος απάντηση σε ένα παλαιότατο ερώτημα, ή διανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες μέσα από ρηξικέλευθες ιδέες. Ο Νίτσε, ο στιβαρός κλασικός φιλόλογος με την πανίσχυρη φιλοσοφική κλίση, φαντάζει ιδανικός για την ερμηνεία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, και παρότι ο συνολικός τόμος είναι ως έναν βαθμό ημιτελής και άνισος (έτσι τον θεωρούσε και ο ίδιος, γι’ αυτό δεν τον εξέδωσε), στις καταιγιστικές νιτσεϊκές σκέψεις βρίσκουμε στοχαστικά διαμάντια που μια ακαδημαϊκή φιλολογική μελέτη δεν θα είχε. Εδώ ο Νίτσε δεν αναλύει εξονυχιστικά, εδώ ο Νίτσε θαυμάζει, εξού και ο άρτια μεταφρασμένος και επιμελημένος τόμος Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας είναι ουσιαστικά ένα βιβλίο-εγκώμιο, μια (ας μας συγχωρεθεί το οξύμωρο) διονυσιακή γιορτή της σκέψης.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

«Ψήγματα» σκέψης μεγάλου σχήματος

nietzsche31

Τα έπη του Ομήρου, του «εθνικού ήρωα της αρχαιοελληνικής ποίησης», δείχνουν ότι ο αγώνας, ο πόλεμος, η φιλοδοξία, η ζήλεια και η έχθρα αποτελούν βασικά γνωρίσματα του αρχαιοελληνικού κόσμου και πνεύματος.

Ο Νίτσε ακολουθώντας τον αγαπημένο του Ηράκλειτο, προβαίνει σε αφοριστικές και θραυσματικές εκφράσεις, σε εκλάμψεις για το ένα ή το άλλο θέμα, παρά σε μακροσκελή επιχειρήματα.

Για τα βιβλία του Friedrich Nietzsche, Αγών Ομήρου και Το πάθος για την αλήθεια, και τα δύο σε μετάφραση του Βαγγέλη Δουβαλέρη από τις εκδόσεις Gutenberg.

Του Γιώργου Λαμπράκου
Όποτε τύχει να ενδιαφερθεί κανείς για τα πρώτα, συνήθως δειλά βήματα ενός στοχαστή που έγινε περισσότερο γνωστός για το μεταγενέστερο έργο του, αναζητώντας σε αυτά τους σπόρους μιας υπό εξέλιξη ιδιοφυίας και τις πρωταρχικές εμμονές που κράτησαν εφ’ όρου ζωής, συνήθως δεν θα απογοητευτεί. Αυτό ισχύει και για τη σκέψη του Φρίντριχ Νίτσε, που, αφενός ως άριστος φιλόλογος ξεκίνησε από την αρχαιοελληνική γραμματεία και έκτοτε δεν την παραγκώνισε ποτέ, αφετέρου ως άριστος φιλόσοφος ασχολήθηκε εξαρχής και ως το τέλος με το χαρακτηριστικότερο, ίσως, φιλοσοφικό ζήτημα: την αλήθεια.
Ωστόσο, τα πρώτα βήματα του Νίτσε μόνο «δειλά» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήδη με το εναρκτήριο έργο του, την περίφημη Γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (1872), ταράζει τα στοχαστικά ύδατα, αναστατώνει τους συναδέλφους του καθηγητές, ανατρέπει κληρονομημένες αυταπάτες αιώνων: ήδη, λοιπόν, ο αγώνας της «επαναξιολόγησης όλων των αξιών» έχει αρχίσει για τα καλά. Στο τέλος της ίδιας πυρετώδους χρονιάς γράφει και προσφέρει στη δεύτερη σύζυγο του Βάγκνερ και κόρη του Λιστ, Κόζιμα, Πέντε προλόγους για πέντε άγραφα βιβλία, που ναι μεν δεν θα γραφτούν ποτέ ως τέτοια, αλλά που το ετερόκλιτο περιεχόμενό τους θα ξεδιπλωθεί στα επόμενα έργα του.
Μετά τη Φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας (βλ. Bookpress, 9/10/2013) και τον Αντίχριστο (βλ. Bookpress, 23/1/2014), οι εκδόσεις Gutenberg δημοσιεύουν τώρα δύο από τους πέντε προαναφερθέντες «Προλόγους» του Νίτσε (Αγών Ομήρου και Το πάθος για την αλήθεια) στη νέα σειρά «Ψήγματα», πάντα σε μετάφραση και με εκτενή σχολιασμό του Βαγγέλη Δουβαλέρη, όπως επίσης σε φιλολογική επιμέλεια του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη, που έχει και τη διεύθυνση της σειράς.

Ο τίτλος του πρώτου «ψήγματος», Αγών Ομήρου, είναι δηλωτικός για το περιεχόμενό του: τα έπη του Ομήρου, του «εθνικού ήρωα της αρχαιοελληνικής ποίησης», δείχνουν ότι ο αγώνας, ο πόλεμος, η φιλοδοξία, η ζήλεια και η έχθρα αποτελούν βασικά γνωρίσματα του αρχαιοελληνικού κόσμου και πνεύματος – παρότι η ποίηση, όπως σημειώνει ο Νίτσε, τείνει πάντα να αμβλύνει τις αιχμές, τις ακρότητες. Στο ίδιο μοτίβο, ωστόσο, κινούνται και οι Έλληνες της κλασικής περιόδου, και μάλιστα σε όλους τους τομείς της ζωής τους: όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στην πολιτική (ο Θεμιστοκλής ζηλεύει παράφορα τον Μιλτιάδη), στην ποίηση (ο Ξενοφάνης επιτίθεται σφοδρά στον Όμηρο), στη δραματική τέχνη, στον αθλητισμό. Κάθε Έλληνας αγωνίζεται να αριστεύσει, να ξεπεράσει κάθε άλλον, σε έναν αγώνα «μεγαλοφυιών».  
Άραγε ο εγωισμός είναι αυτό που κάνει τον αρχαίο Έλληνα «ζηλόφθονο», όπως υπογραμμίζει ο Νίτσε; Προφανώς. Ωστόσο ο εγωισμός, όπως ξέρει καλά ο στοχαστής, είναι εγγενές γνώρισμα του ανθρώπου, συνεπώς υφίσταται σε όλες τις εποχές. Σε τι διαφέρει η αρχαιοελληνική; Στο ότι ο τελικός σκοπός του αγώνα κάθε ατόμου δεν είναι μόνο ατομικός, αλλά και συλλογικός. Είναι η «ευημερία του συνόλου, της πόλεως […] το καλό της πατρίδας» γράφει ο Νίτσε. Χωρίς τον αγώνα, χωρίς την έριδα με άμιλλα, διαπράττεται ύβρις, την οποία ο Νίτσε διαβλέπει τόσο στην «κακιά και σκληρή» προ-ομηρική εποχή, όσο και στην παρακμή του κλασικού ελληνισμού με την επικράτηση του Μεγαλέξανδρου. Εξού και στα σημειωματάριά του, μέρος των οποίων μεταφράζεται μετά το τέλος του κυρίως κειμένου, προσδιορίζει ως «Μέσα κατά του άμετρου εγωισμού» το «ενστικτώδες δέσιμο με την πατρίδα», τη «δημόσια ζωή», την «άμιλλα» και τη «φιλία».  
Σε διάσπαρτα σημεία του κειμένου βλέπουμε τον πρώιμο Νίτσε να προετοιμάζει τον όψιμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: η εκπληκτική σύλληψη ότι «οι λεγόμενες απάνθρωπες πλευρές του [ανθρώπου] είναι, πιθανώτατα, το γόνιμο έδαφος κάθε είδους ανθρωπισμού […] απ’ το φόνο και την εξιλέωσή του αναπτύχθηκε το αρχαιοελληνικό Δίκαιο· απ’ το βωμό της εξιλέωσης του φόνου ο ευγενέστερος πολιτισμός κέρδισε τον πρώτο νικητήριο στέφανό του!» έμελλε να αναπτυχθεί δεκαπέντε χρόνια μετά στη Γενεαλογία της ηθικής. Ο Νίτσε επικρίνει λοιπόν ήδη από νωρίς κάθε «ανθρωπιστική» σύλληψη του ανθρώπου, με την έννοια ότι αυτή πασχίζει να αποσιωπά και να απαλείφει τις τρόπον τινά αρνητικές όψεις του βίου· ο Νίτσε καταγίνεται, όπως σημειώνει ο μεταφραστής, με το «ανθρώπινο σ’ όλη την τραγική του διάσταση». 

Και το δεύτερο «ψήγμα» της σειράς προέρχεται, όπως είπαμε, από τουςΠέντε προλόγους για πέντε άγραφα βιβλία. Είναι Το πάθος για την αλήθεια, ένα κείμενο τόσο ευσύνοπτο ώστε θα ήταν αδύνατο να αναλύει το θέμα που υπόσχεται ο τίτλος. Ο Νίτσε το ξέρει, γι’ αυτό και, ακολουθώντας τον αγαπημένο του Ηράκλειτο, προβαίνει σε αφοριστικές και θραυσματικές εκφράσεις, σε εκλάμψεις για το ένα ή το άλλο θέμα, παρά σε μακροσκελή επιχειρήματα (τα οποία, εξάλλου, ποτέ δεν αγάπησε ιδιαίτερα, ούτε επιστράτευε συχνά).
Αναζητώντας το «βασικό νόημα του Πολιτισμού», της Καλλιέργειας (Kultur), που έγκειται στη γέννηση, την εξύψωση και τη διατήρηση του «Μεγάλου» και του «Αιώνιου», ανατρέχει στον Προσωκρατικό. Εκεί, μεταξύ άλλων, θα βρει το περίφημο «Εδιζησάμην εμεωυτόν» («Τον εαυτό μου γύρεψα κ’ ερεύνησα»), μια καίρια ρήση που θα τον συνοδεύει μέχρι το 1889, όταν και θα χάσει τα μυαλά του – χαρακτηριστικά αποσπάσματα με θέμα τον εαυτό του βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, στο Ιδέο άνθρωπος.
Η «αυτοδιάγνωση ως πηγή γνώσης» (Β.Δ.), την οποία θα αξιοποιήσει σε ανεπανάληπτο βαθμό και ο Φρόιντ μόλις λίγα χρόνια αργότερα, θα οδηγήσει τον Νίτσε στο εν λόγω κείμενο να αντιπαραθέσει «Γνώση» και «Τέχνη», «Αλήθεια» και «Ηδονή», στήνοντας μια διελκυστίνδα που θα τον απασχολήσει επαναληπτικά, συστηματικά, παθιασμένα, στα μεταγενέστερα έργα του. «Η Τέχνη είναι πιο δυνατή απ’ τη Γνώση, γιατί εκείνη θέλει τη ζωή, ενώ ετούτη οδηγεί, τελικά, στην εκμηδένιση!..», δηλώνει. Στην αρένα αυτής της αντιπαράθεσης θα διεξαχθεί και ο αγώνας του Νίτσε με θέμα το Τραγικό: αγώνας θεωρητικός που αφορά κυρίως τον ειδικό, αγώνας πρακτικός που αφορά τον κάθε άνθρωπο, και, εντέλει, αγώνας που έμελλε να αφορά τον ίδιο τον Νίτσε στην πολυκύμαντη προσωπική και συγγραφική πορεία του.
Σε αμφότερα τα νιτσεϊκά αυτά κείμενα ο αναγνώστης απολαμβάνει, ως συνήθως, τον ποιητή μες στον φιλόσοφο, τον φιλόσοφο μες στον φιλόλογο, τον φιλόλογο μες στον ιστορικό, και ούτω καθεξής. Ο νιτσεϊκός λόγος, ορμητικός και παρορμητικός, δεν αντέχει να περιορίζεται σε τέτοιες αδρές ταξινομήσεις, αλλά τις υπερβαίνει με στόχο ανώτερες αισθητικές και διανοητικές σφαίρες. Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται τους τελευταίους μήνες για την «αριστεία», θα ήταν γόνιμο να σκεφτεί κανείς (και) αυτό το θέμα διαβάζοντας τον νεωτερικό στοχαστή που το είχε κατεξοχήν μελετήσει.  
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.

Πηγή:
http://www.bookpress.gr/kritikes/idees/nietzsche-friedrich-gutenberg-agon-omirou-to-pathos-gia-tin-alitheia