Του Γιώργου Λαμπράκου
«Στα σαράντα χρόνια που διδάσκω κλασική φιλολογία, δεν έχω συναντήσει καλύτερο φοιτητή». Κάπως έτσι περιέγραφε ο Φρίντριχ Ριτσλ, καθηγητής του Φρίντριχ Νίτσε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, τη νεαρή διάνοια που του έλαχε να διδάξει. Κατόπιν πρότασης του Ριτσλ, ο Νίτσε διορίζεται καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας προτού κλείσει τα 25 του χρόνια και προτού καν ολοκληρώσει το διδακτορικό του. Από εκείνη περίπου την εποχή και μέχρι λίγο μετά την έκδοση της Γέννησης της τραγωδίας (1872) χρονολογούνται οι εκτενείς και βαθυστόχαστες σημειώσεις του υπό τον τίτλο Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Σε αυτές ο νεαρός φιλόσοφος πασχίζει και κατορθώνει να εισχωρήσει σε μια από τις πλέον δύσβατες περιοχές της παγκόσμιας σκέψης, στη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων, ή, όπως ο ίδιος προτιμά, των «Προπλατωνικών», μιας και σε κατάλοιπα της ίδιας εποχής, που εμφανίζονται σε τούτο τον τόμο ως «Παράρτημα», συμπεριλαμβάνει μερικές σημειώσεις και για τον Σωκράτη.
Αυτό που εξαρχής αναζητά ο Νίτσε στον αρχαιοελληνικό κόσμο του στοχασμού και της πρώιμης επιστήμης είναι το μεγαλείο, η μεγαλοφυΐα, ο «Μεγάλος Άνθρωπος», όπως γράφει, «αυτό που πρέπει πάντα να κερδίζει την αγάπη και τον σεβασμό μας, και που καμιά μεταγενέστερη γνώση δεν μπορεί να μας αφαιρέσει». Έχει ιδιαίτερη σημασία η αναφορά στη «μεταγενέστερη γνώση», αφού ο Νίτσε δεν αποβλέπει τόσο σε μια ανάλυση των αρχαίων Ελλήνων στοχαστών και πρώτων επιστημόνων από την άποψη της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης (δηλαδή να εντοπίσει πού έχουν δίκιο και πού σφάλλουν), όσο από την άποψη της προέλευσης και κυρίως της κορύφωσης ορισμένων θεμελιωδών ιδεών και ενοράσεών τους. Διότι η «αρχή» έχει ασφαλώς σημασία, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει η «κορυφή».
Τι εστί μεγάλο;
«Άλλοι λαοί έχουν αγίους˙ οι Έλληνες: Σοφούς». Η ανακήρυξη των Επτά Σοφών αναδεικνύεται κατά τον Νίτσε στο «πρώτο φιλοσοφικό γεγονός», η δε διερεύνηση της «δημοκρατίας των Μεγαλοφυών» (φράση του Σοπενχάουερ) ξεκινά με μια εμβληματική φυσιογνωμία, τον πρώτο των Σοφών, τον Θαλή. Με μια «ιδέα που έπεσε σαν μετεωρίτης» (ύδωρ η αρχή του παντός), αυτός ο μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος καθίσταται όχι απλώς ο «πρώτος Έλλην φιλόσοφος», αλλά και ο πρώτος «φυσιολόγος», ένας επιστήμων που αναζητά μια υλιστική, φυσιοκρατική ερμηνεία της προέλευσης του κόσμου και του ανθρώπου, μακριά από μύθους, θεούς και αλληγορίες. Αυτή η κολοσσιαία επανάσταση ενός πνεύματος που προτείνει την ύλη (ένα υλικό στοιχείο) όχι μόνο ως πρωταρχή, ως «πρωθύλη», αλλά και ως ενιαία ερμηνεία του παντός (το δόγμα «εν το παν»), αποτελεί κομβικό σημείο της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός πως ο Νίτσε ενδιαφέρεται τόσο πολύ γι’ αυτή την πρώτη περίοδο της φιλοσοφίας: όπως τονίζει και ο μεταφραστής στον πρόλογό του, τον Νίτσε τον κεντρίζουν ήδη από τα πρώτα χρόνια των σπουδών του οι φυσικές επιστήμες και ο υλισμός, εξού και μελετά έργα διαφόρων επιστημόνων του 19ου αιώνα.
«Άλλοι λαοί έχουν αγίους˙ οι Έλληνες: Σοφούς».
Τι είναι όμως για τον Νίτσε αυτή η ιδέα του Θαλή; Είναι φιλοσοφική ή επιστημονική; Τα όρια δεν είναι σαφή, ωστόσο ο Νίτσε σπεύδει να προσδώσει ένα ιδιάζον, αριστοκρατικό χαρακτηριστικό στη φιλοσοφία, που μάλλον λείπει (ή, εν πάση περιπτώσει, το αφαιρεί) από την επιστήμη: η φιλοσοφία δεν αναζητά μόνο το «σπάνιο», το «θαυμάσιο» κ.λπ., αλλά και το «ανωφελές», μας λέει ο Γερμανός. Η φιλοσοφία αναρωτιέται «τι εστί μεγάλο;» και πασχίζει να το στοχαστεί χωρίς να περιορίζεται στις «γνώσεις» των επιστημών, τις οποίες ο επιστήμων «σαν λαγωνικό ιχνηλατεί». Εδώ ο Νίτσε κάνει ό,τι μπορεί για να προσδώσει στη φιλοσοφία έναν ρόλο που, μετά την τεράστια πρόοδο που γνωρίζουν οι φυσικές και οι κοινωνικές επιστήμες από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και εξής, άρχισε να μοιάζει πλέον τριταγωνιστικός. Χωρίς ίχνος υπερβολής, πάντως, ο Νίτσε θεωρεί το επίτευγμα του Θαλή «κορυφαίο, ανεπανάληπτο»: «Θέλει τρομερή ελευθερία και τόλμη να συλλάβεις για πρώτη φορά όλο το πολύχρωμο Σύμπαν ως απλή τροποποίηση ενός βασικού στοιχείου».
Ηράκλειτος, ο Σκοτεινός
Ένας άλλος Μιλήσιος, ο Αναξίμανδρος, θα κάνει σύμφωνα με τον Νίτσε το επόμενο σημαντικό βήμα στον στοχασμό των Προπλατωνικών, εισάγοντας μεταξύ άλλων την ιδέα του απείρου και χωρίζοντας τον κόσμο σε πεπερασμένο και άπειρο. Αυτό τον δυισμό θα έρθει να καταρρίψει ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, ένα προσωνύμιο που ο Νίτσε σπεύδει να σχολιάσει εύστοχα και ενάντια στους επικριτές του Ηράκλειτου, θυμίζοντάς μας κάποιους σύγχρονους «διανοούμενους»: «Για ποιο λόγο, τάχα, ένας φιλόσοφος, νάναι από σκοπού ασαφής; Εκτός κι αν έχει λόγους να κρύψει τις σκέψεις του – να κρύψει πίσω από λέξεις την έλλειψη σκέψης, ο πανούργος!» Ο Ηράκλειτος, λοιπόν, με τις ιδέες του για την αιώνια πάλη των αντιθέτων η οποία συγκροτεί το γίγνεσθαι, καταρρίπτει την πιθανότητα ύπαρξης ενός αιώνιου και απαράλλακτου Είναι, καθώς και κάθε ιδέα παντοτινής συμφιλίωσης. Και παρότι ο Νίτσε θαυμάζει όλους τους Προπλατωνικούς, ακόμα κι όταν διαφωνεί μαζί τους, δεν κρύβει την ιδιαίτερη αδυναμία που τρέφει για τον Ηράκλειτο, στον οποίον αφιερώνει τις περισσότερες και πιο εγκωμιαστικές σελίδες.
Ο θαυμασμός του Νίτσε για την εποχή των Προπλατωνικών δεν έχει όρια.
«Αλλά όπως παίζει το παιδί ή ο καλλιτέχνης, έτσι και το πυρ το αείζωον,χτίζει και καταστρέφει ανένοχα – ιδού ο παίζων Παις Αιών». Σε τούτη τη νιτσεϊκή ερμηνεία της ηρακλείτειας φιλοσοφίας (της «ηρακλείτειας φυσιολογίας», όπως σημειώνει) αξίζει να προσέξουμε την αισθητική θεώρηση του κόσμου, την οποία ο Γερμανός φιλόσοφος θα αναπτύξει σε μεταγενέστερα έργα του, μια θεώρηση που παραμερίζει την ηθική («ανένοχα») και επικεντρώνεται στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Παρμενίδης και ο διαχωρισμός πνεύματος-σώματος
Στον αντίποδα του Ηράκλειτου βρίσκεται ο Παρμενίδης. Σύμφωνα με τον Νίτσε, ο στοχασμός του «όντος» και του «μη όντος» οδήγησε τον Παρμενίδη στον «οντολογικό ενισμό» και στην απόλυτη επικράτηση της ιδέας του Είναι, η δε βασική συνέπεια της παρμενίδειας σκέψης είναι ο βίαιος χωρισμός των αισθήσεων από τη νόηση και η ριζική ανατίμηση της νόησης. Κατά τον Νίτσε, αυτή ήταν «η πρώτη κριτική του γνωστικού οργάνου», η οποία προετοίμασε το έδαφος για τον διαχωρισμό πνεύμα-σώμα, που «απ’ τον Πλάτωνα και μετά, βαραίνει τη φιλοσοφία σαν κατάρα…» Και όχι μόνο τη φιλοσοφία, αφού αυτός είναι ένας διαχωρισμός διάχυτος σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις των τεχνών και των επιστημών μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια των σημειώσεων ο Νίτσε επεκτείνεται στον στοχασμό των άλλων Προσωκρατικών, όπως ο Αναξαγόρας με το «καθαρά επιστημονικό πνεύμα του», σύμφωνα με τον οποίον «η τάξη και η σκοπιμότητα των όντων δεν είναι παρά το άμεσο αποτέλεσμα μιας τυφλής μηχανικής κίνησης» και «ο νους είν’ ένας από μηχανής άθεος», ο «σπουδαίος φυσιοδίφης» Αναξιμένης, ο «πατέρας του ορθολογισμού» Δημόκριτος, ο Εμπεδοκλής, ο Ξενοφάνης και ο Πυθαγόρας. Στο τέλος εμφανίζεται η θρυλική, η οριακή μορφή του Σωκράτη, αυτού του «αμόρφωτου πληβείου», του «υπερβολικά άσχημου» και «προικισμένου απ’ τη Φύση με τα πιο βίαια πάθη», για τον οποίον ο Νίτσε δεν θα πάψει ποτέ να έχει έντονα και αμφιθυμικά συναισθήματα, αφού τον θεωρεί κύριο υπαίτιο για την εισαγωγή και κυριάρχηση της ηθικήςαντίληψης.
Ο θαυμασμός (και ασφαλώς ρομαντισμός) του Νίτσε για την εποχή των Προπλατωνικών δεν έχει όρια. Με το χαρακτηριστικό πολεμικό και ειρωνικό του ύφος γράφει πως σε εκείνη την εποχή «δεν βλέπω παπαδίστικα πρόσωπα, ούτε αποστεωμένους κι ακόλαστους ερημίτες, ή φανατικούς καλλωπιστές του παρόντος, παραχαράκτες θεολόγους ή καταθλιπτικούς και χλωμούς λόγιους». Δεν βλέπει τον φθόνο και τη μνησικακία των μεταγενέστερων εποχών, αλλά στοχάζεται (και ασφαλώς φαντασιώνεται) τους πρώτους Έλληνες στοχαστές να βαθαίνουν τη σκέψη τους «μες στη χαρά, την πλήρη ακμή, κάτω από τον ζέοντα ήλιο της πιο γενναίας και νικηφόρας ηλικίας». Χαρακτηριστικά λόγια ενός στοχαστή της παρακμής της νεωτερικότητας, για τον οποίον, ακόμα και ο Χέγκελ ανήκει στους «ημιμαθείς θεολόγους που θέλουν να παριστάνουν τους φιλόσοφους». Ευτυχώς ο Νίτσε δεν θα εγκλωβιστεί σε τούτη την παρακμή, αλλά θα της αντιτάξει την επαναξιολόγηση των αξιών, τον προοπτικισμό, τον αισθητισμό, το amor fati, και άλλες θεωρίες που θα αναπτύξει αργότερα.
Στις εν λόγω σημειώσεις ο Νίτσε, με εφαλτήριο το καθαυτό ζήτημα της προπλατωνικής φιλοσοφίας, δράττεται συχνά της ευκαιρίας να εξακτινώσει τη σκέψη του σε διάφορα θέματα που τον απασχολούν ήδη από εκείνη την εποχή και με τα οποία καταγίνεται σε μεταγενέστερα έργα του: τη σημασία της Γνώσης για τη διάλυση της χριστιανικής αυταπάτης και τη συνακόλουθη σημασία της Τέχνης ώστε η ζωή μας να μην παγώσει από τον υπερβολικό ορθολογισμό που συμβαδίζει με τη Γνώση, τον ανθρωπομορφισμό της γλώσσας και των εννοιών μας με τις οποίες προβάλλουμε την ανθρώπινη, πάρα πολύ ανθρώπινη αντίληψή μας σε όλο το σύμπαν, την αντιπαράθεση πνευματικής υγείας και αρρώστιας, τον πόλεμος των αξιών, τους διάφορους τύπους ανθρώπων όπως ο «επιστημονικός», ο «φιλοσοφικός», ο «καλλιτεχνικός», ο «θρησκευτικός», κ.α.
Τι θαύμαζε ο Νίτσε
Ο Νίτσε ενδιαφέρεται κυρίως για τις μεγαλειώδεις εκείνες στιγμές της πρώιμης αρχαιοελληνικής σκέψης κατά τις οποίες δόθηκε μια απροσδόκητη και καινοτόμος απάντηση σε ένα παλαιότατο ερώτημα.
Συνοψίζοντας: τον Νίτσε δεν τον ενδιαφέρει τόσο η τρέχουσα επιστημονική αλήθεια των προπλατωνικών κοσμοθεωρήσεων, παρότι γράφει χαρακτηριστικά ότι η «βασική αρχή» της «σύγχρονης Επιστήμης» είναι τοπάντα ρει (κάτι ορθό, αρκεί να σκεφτούμε μόνο τη δαρβίνεια θεωρία), ενώ και σε άλλο σημείο τονίζει, ακολουθώντας τον εντεινόμενο υλισμό της εποχής του (και της δικής μας), πως ο νους είναι «προϊόν του εγκεφάλου». Ο Νίτσε ενδιαφέρεται κυρίως για τις μεγαλειώδεις εκείνες στιγμές της πρώιμης αρχαιοελληνικής σκέψης κατά τις οποίες δόθηκε μια απροσδόκητη και καινοτόμος απάντηση σε ένα παλαιότατο ερώτημα, ή διανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες μέσα από ρηξικέλευθες ιδέες. Ο Νίτσε, ο στιβαρός κλασικός φιλόλογος με την πανίσχυρη φιλοσοφική κλίση, φαντάζει ιδανικός για την ερμηνεία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, και παρότι ο συνολικός τόμος είναι ως έναν βαθμό ημιτελής και άνισος (έτσι τον θεωρούσε και ο ίδιος, γι’ αυτό δεν τον εξέδωσε), στις καταιγιστικές νιτσεϊκές σκέψεις βρίσκουμε στοχαστικά διαμάντια που μια ακαδημαϊκή φιλολογική μελέτη δεν θα είχε. Εδώ ο Νίτσε δεν αναλύει εξονυχιστικά, εδώ ο Νίτσε θαυμάζει, εξού και ο άρτια μεταφρασμένος και επιμελημένος τόμος Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας είναι ουσιαστικά ένα βιβλίο-εγκώμιο, μια (ας μας συγχωρεθεί το οξύμωρο) διονυσιακή γιορτή της σκέψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου